- τρανωτικός
- τρᾱν-ωτικός, ή, όν,A fitted for clearing up, Theol.Ar.33.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τρανωτικός — ή, όν, Α [τρανῶ] αυτός που έχει την ιδιότητα να κάνει κάτι σαφές, διευκρινιστικός, διαφωτιστικός («σαφηνιστικὸν πάντων καὶ τρανωτικόν», Γρηγ. Ναζ.) … Dictionary of Greek
τρανωτικῶν — τρανωτικός fitted for clearing up fem gen pl τρανωτικός fitted for clearing up masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρανωτικόν — τρανωτικός fitted for clearing up masc acc sg τρανωτικός fitted for clearing up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)